εντεροκήλη

εντεροκήλη
η мед. кишечная грыжа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εντεροκήλη" в других словарях:

  • ἐντεροκήλη — intestinal hernia fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντεροκήλη — η (AM ἐντεροκήλη) κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος τού εντέρου μέσα στο όσχεο …   Dictionary of Greek

  • εντεροκήλη — η (ιατρ.), κήλη η οποία οφείλεται σε πρόπτωση του εντέρου μέσα σε σάκο που αποτελείται από το περιτόναιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντεροκηλῶν — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλαις — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλην — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλης — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεροκήλας — ἐντεροκήλᾱς , ἐντεροκήλη intestinal hernia fem acc pl ἐντεροκήλᾱς , ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντερεκηλιτικός — ἐντεροκηλιτικός, ο (Α) αυτός που πάσχει από εντεροκήλη …   Dictionary of Greek

  • εντερόμφαλον — ἐντερόμφαλον, το (Α) εντεροκήλη και ομφαλοκήλη …   Dictionary of Greek

  • εχεκήλης — ἐχεκήλης, ες (Α) αυτός που πάσχει από εντεροκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κήλη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»